- πολυκίνδυνος
- πολυκίνδυνοςvery dangerousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυκίνδυνος — ον, Α 1. πολύ επικίνδυνος 2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους 3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι κίνδυνος, φιλο κίνδυνος] … Dictionary of Greek
πολυκίνδυνον — πολυκίνδυνος very dangerous masc/fem acc sg πολυκίνδυνος very dangerous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκινδύνους — πολυκίνδυνος very dangerous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek